ΕΣΡ: Επανεξέταση παλαιότερων αποφάσεων του Τ/Σ ALPHA!

Διαβάστε ακολούθως τις Αποφάσεις 135/2020, 136/2020 και 137/2020 της Ανεξάρτητης Αρχής:



Απόφαση 135/2020

Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, συνήλθε σε συνεδρίαση στον συνήθη γι’ αυτό τόπο την 12.10.2020 και ώρα 11:00 προκειμένου να συζητήσει επί της κατωτέρω υποθέσεως. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, και τα μέλη (με τηλεδιάσκεψη μέσω «epresence.gov.gr») Καλλιόπη Διαμαντάκου, Βασίλειο Καραποστόλη, Νικόλαο Κιάο, Ευαγγελία Μήτρου και Γιώργο Πλειό. Απόν το μέλος Γεώργιος Σαρειδάκης, ο οποίος είχε κληθεί νομίμως. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του ΕΣΡ.

Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η επανεξέταση της υπόθεσης στην οποία αφορούσε η με αριθμό 134/2014 απόφαση του ΕΣΡ, κατόπιν της ακύρωσης αυτής για τυπικούς λόγους με την με αριθμό 224/2018 απόφαση του ΣτΕ.

Για τον έλεγχο σχηματίστηκε φάκελος με αριθμό 41/15.1.2020, ο οποίος ανατέθηκε στον ειδικό επιστήμονα - νομικό Γεώργιο Αναγνωσταρά, που υπέβαλε στο ΕΣΡ την με αριθμό πρωτοκόλλου 25/ΕΣ/10.1.2020 νομική του εισήγηση παραπέμποντας συνολικώς στα όσα είχε αναπτύξει επί της υποθέσεως με την με αριθμό πρωτοκόλλου 611/19.3.2014 αρχική νομική του εισήγηση.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παρέστη για λογαριασμό της λειτουργούσης τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ εταιρείας η πληρεξούσια δικηγόρος της Άννα Σούρπη. Ερωτηθείσα από τον Πρόεδρο, η Δικηγόρος δήλωσε ότι γνωρίζει το περιεχόμενο του φακέλου, έλαβε δε τον λόγο και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της. Ζήτησε στη συνέχεια -και η Ολομέλεια δέχτηκε- να της παρασχεθεί προθεσμία για την κατάθεση εγγράφου υπομνήματος μέχρι και την 2.11.2020 και ώρα 14.00 και η συζήτηση κηρύχθηκε περαιωμένη. Με νεότερο αίτημα της εγκαλουμένης, η ως άνω προθεσμία παρατάθηκε έως τις 16.11.2020. O σταθμός κατέθεσε στη Γραμματεία το με αριθμό πρωτοκόλλου 5069/16.11.2020 υπόμνημα.

Την 17.11.2020 και ώρα 11.00 η Ολομέλεια συνήλθε σε διάσκεψη επί της υποθέσεως μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «e-presence.gov.gr», ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, και τα μέλη Καλλιόπη Διαμαντάκου, Νικόλαο Κιάο, Ευαγγελία Μήτρου, Γιώργο Πλειό και Γεώργιο Σαρειδάκη. Απόν το μέλος Βασίλειος Καραποστόλης, ο οποίος είχε κληθεί νομίμως. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του ΕΣΡ. Ο Πρόεδρος ενημέρωσε αναλυτικά για την υπόθεση τον απόντα κατά την συζήτηση Γεώργιο Σαρειδάκη αναγιγνώσκοντας τις έγγραφες εισηγήσεις, το υπόμνημα της εγκαλουμένης και το σύνολο των λοιπών εγγράφων του φακέλου. Παρέστη επίσης και ο ανωτέρω εισηγητής, ο οποίος ανέπτυξε το ζήτημα προφορικώς και αποχώρησε. Η Ολομέλεια, αφού μελέτησε το σύνολο των στοιχείων του φακέλου:

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Ι. Νομικό Μέρος

1.    Το ΕΣΡ είναι η αρμόδια κατά το Σύνταγμα Αρχή (άρθρο 15 παρ. 2) για την άσκηση του άμεσου ελέγχου του κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως και την επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων.
2.    Εξάλλου, οι τηλεοπτικές εκπομπές δεν πρέπει να παραπλανούν τους τηλεθεατές. Ειδικότερα, το άρθρο 7 περ. α του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991 ορίζει τα εξής: «Μια εκπομπή στο σύνολό της δεν πρέπει: α) Να παραπλανά ή πανικοβάλλει τους τηλεθεατές ή ακροατές...».
3.    Τέλος, κατά τα στοιχεία β και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 2863/2000, το Ε.Σ.Ρ ελέγχει την τήρηση των όρων που προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία και επιβάλλει σε περίπτωση παραβιάσεων τις από το άρθρο 4 του Ν. 2328/1995 προβλεπόμενες κυρώσεις. Όπως προκύπτει περαιτέρω από το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχείο α του Ν. 2328/1995, η ως άνω αρμοδιότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων υφίσταται και για κάθε περίπτωση παραβίασης των νομοθετικών κανόνων που διέπουν έστω και έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης.
4.    Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η παρουσίαση των τηλεοπτικά προβαλλόμενων τυχερών παιχνιδιών πρέπει να είναι τέτοια, που να μην παραπλανά το τηλεοπτικό κοινό. Απαγορεύεται επομένως κάθε ασαφής δήλωση καθώς και η αποσιώπηση κάθε ουσιώδους πληροφορίας ως προς τον τρόπο συμμετοχής στο παίγνιο και κατάκτησης του προσφερόμενου επάθλου. Απαγορεύεται ιδίως κάθε προφορική και γραπτή παράσταση που καλλιεργεί παραπλανητικά την εντύπωση της εξασφαλισμένης για τους συμμετέχοντες αποκόμισης χρηματικού κέρδους με μόνη την κλήση της προβαλλόμενης τηλεφωνικής γραμμής υψηλής χρέωσης.

ΙΙ. Πραγματικό μέρος

Από τα έγγραφα του φακέλου, από την παρακολούθηση της επίμαχης ροής προγράμματος και από τους ισχυρισμούς της εγκαλουμένης (προβληθέντες προφορικώς και εγγράφως) προέκυψαν τα εξής.
Από τις 27.2.2014 έως και τις 9.3.2014, προβλήθηκε από τον σταθμό της εγκαλουμένης το τηλεοπτικό παιχνίδι PUZZLE TV. Κατά τη μετάδοση του παιγνίου, εμφανίζονταν στην οθόνη αναγραμματισμοί και καλούνταν οι ενδιαφερόμενοι τηλεθεατές να τους επιλύσουν καλώντας μια τηλεφωνική γραμμή υψηλής χρέωσης και να κερδίσουν το εκάστοτε προσφερόμενο χρηματικό έπαθλο. Η προβολή του παιχνιδιού ελάμβανε χώραν κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Επρόκειτο για τυχερό παίγνιο, στο οποίο η ανάδειξη του συμμετέχοντος που θα συνδεόταν με τον παρουσιαστή για να προτείνει την επίλυση του εκάστοτε προβαλλόμενου γρίφου γινόταν βάσει ηλεκτρονικής κλήρωσης. Ο πάροχος του παιχνιδιού είχε υποβάλει δήλωση αποδοχής των Γενικών Αρχών και Κανόνων Διεξαγωγής των Τυχερών Παιγνίων της ΕΕΕΠ. Το παιχνίδι μπορούσε επομένως καταρχήν να προβληθεί τηλεοπτικά σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 6 του Ν. 4002/2011, αλλά όφειλε, όπως κάθε άλλη τηλεοπτική εκπομπή, να σέβεται τους κανόνες της κείμενης ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την απαγόρευση παραπλάνησης του κοινού (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1522/2014 και ΣτΕ 2790/2015).
Κατά την προβολή του παιχνιδιού περνούσε από το κάτω μέρος της οθόνης
κυλιόμενη ταινία, στην οποία με σχετικά μικρούς χαρακτήρες αναφέρονταν μεταξύ άλλων και οι πιθανότητες κατάκτησης του εκάστοτε προσφερόμενου χρηματικού επάθλου (τουλάχιστον μία για κάθε πέντε χιλιάδες κλήσεις).
Ταυτοχρόνως όμως, και σε όλο τον χρόνο μετάδοσης των επίμαχων τυχερών παιχνιδιών, προβαλλόταν με πηχυαίους χαρακτήρες στο μέσο της οθόνης η ένδειξη ΧΧΧ ΕΥΡΩ ΣΙΓΟΥΡΑ! (όπου ΧΧΧ το ποσό του εκάστοτε προσφερόμενου χρηματικού επάθλου). Κατά περιόδους, η ένδειξη αυτή αναβόσβηνε και υπήρχε ηχητική υπόκρουση από σειρήνες.
Ειδικότερα, η επίμαχη ένδειξη προβλήθηκε με την ακόλουθη μορφή ανά ημέρα μετάδοσης και εμφανιζόμενο γρίφο:

Α. Εκπομπή 27 Φεβρουαρίου 2014    

Αναμφίβολα, η παραπάνω ένδειξη μπορούσε να ερμηνευτεί από τον μέσο τηλεθεατή ως έχουσα την έννοια ότι με μόνη την κλήση της εμφανιζόμενης τηλεφωνικής
γραμμής υψηλής χρέωσης θα συνδεόταν αυτομάτως με τον παρουσιαστή του παιχνιδιού για να επιλύσει τον γρίφο και να κερδίσει σίγουρα το προσφερόμενο χρηματικό έπαθλο. Όπως όμως έχει ήδη εκτεθεί, η σύνδεση των καλούντων με τον παρουσιαστή του προγράμματος γινόταν κατόπιν ηλεκτρονικής κλήρωσης και οι εγγυημένες πιθανότητες επιλογής ανέρχονταν στην πραγματικότητα σε μία ανά πέντε χιλιάδες κλήσεις. Λόγω μάλιστα του μεγέθους της γραμματοσειράς της και της θέσης της στο μέσο της οθόνης, η ένδειξη ΧΧΧ ΕΥΡΩ ΣΙΓΟΥΡΑ! κέντριζε αυτομάτως την προσοχή των τηλεθεατών και κυριαρχούσε έναντι των όποιων άλλων πληροφοριών για τη φύση του παιγνίου προβάλλονταν με κυλιόμενη κλίμακα και με μικρούς σχετικά χαρακτήρες κατά τον χρόνο της τηλεοπτικής του μετάδοσης.

III. Προβαλλόμενοι ισχυρισμοί

Η εγκαλουμένη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το περιεχόμενο του επίμαχου παιχνιδιού, καθώς αυτό ήταν παραγωγής τρίτης εταιρείας
και μεταδιδόταν αυτούσιο χωρίς να μπορεί να παρέμβει επί του συντακτικού του περιεχομένου. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι επίμαχες εκπομπές συνιστούσαν θυρίδες τηλεπώλησης και όχι ψυχαγωγικές εκπομπές και ότι κακώς της επεβλήθη κύρωση με βάση τους κανόνες του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι όμως
αβάσιμοι. Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, τα τηλεοπτικά τυχερά παίγνια υπάγονται ως προς τους όρους προβολής τους στους ίδιους ακριβώς κανόνες και τις
ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπει η ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία για κάθε άλλη τηλεοπτική εκπομπή (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ 2119/2014 και ΣτΕ 3078/2014). Έχει
ομοίως κριθεί ότι κάθε τηλεοπτικός φορέας φέρει ευθύνη για το περιεχόμενο των προβαλλόμενων εκπομπών του, ακόμα και αν αυτές αποτελούν εξωτερικές
παραγωγές ανεξάρτητων σε σχέση με τον σταθμό επιχειρηματικών φορέων (βλ. ΣτΕ 201/2016). Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει σαφώς
ότι τα επίμαχα προγράμματα ήταν τηλεπαιχνίδια και εντάσσονταν επομένως στις εκπομπές ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι είχαν ενδεχομένως και κάποια
στοιχεία τηλεπώλησης όσον αφορά την τρόπο επικοινωνίας του παρουσιαστή με εκείνους τους τηλεθεατές που ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν τηλεφωνικά στο
παιχνίδι ουδόλως αναιρεί τον κυρίαρχο ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 4994/2014). Όπως έχει κριθεί άλλωστε, είναι τεχνικά εφικτή η προβολή
μηνυμάτων παροχής υπηρεσιών μέσω τηλεπικοινωνιακών μέσων στο πλαίσιο ψυχαγωγικών εκπομπών χωρίς αυτό να αλλοιώνει τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 5385/2012). Επισημαίνεται τέλος ότι η εφαρμογή του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991, και ειδικότερα εκείνου του κανόνα του που απαγορεύει την παραπλάνηση του κοινού, έχει ήδη επικυρωθεί νομολογιακά για τηλεοπτικά παιχνίδια με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά με εκείνο στο οποίο αφορά η παρούσα υπόθεση (βλ. ΣτΕ 899/2015 και ΣτΕ 2738/2019). Έχει γενικότερα επισημανθεί ότι η μετάδοση των τηλεοπτικών παιγνίων με συμμετοχή του κοινού μέσω τηλεφωνικών γραμμών υψηλής χρέωσης υπόκειται σε έλεγχο υπό τον κώδικα ψυχαγωγικών εκπομπών, μεταξύ άλλων και για πιθανή παραπλάνηση του κοινού κατά την προβολή τους (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 2020/2014 και ΣτΕ 2119/2014). Άλλωστε, η απαγόρευση παραπλάνησης του κοινού αναφέρεται γενικά σε «εκπομπή» και καταλαμβάνει επομένως κάθε είδους ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα (βλ. ΣτΕ 1522/2014).

Η εγκαλουμένη υποστηρίζει περαιτέρω ότι το ΕΣΡ στερείται της αρμοδιότητας να επιβάλλει κυρώσεις για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί τυχερών παιγνίων, υπονοώντας ότι δεν μπορεί να επιληφθεί της υποθέσεως. Ισχυρίζεται συναφώς ότι η νομιμότητα των όρων προβολής του επίμαχου παιγνίου είχε ήδη πιστοποιηθεί από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων και ότι επομένως μόνο η τελευταία αυτή αρχή μπορούσε να κινηθεί κυρωτικά σε περίπτωση ύπαρξης παραβάσεων των όρων αυτών. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ωστόσο αβάσιμοι, πρωτίστως ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης πραγματικής προϋποθέσεως. Είναι σαφές ότι το ελεγχόμενο διοικητικό αδίκημα εξετάζεται όχι ως παραβίαση της περι παιγνίων νομοθεσίας αλλά στη βάση των κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, και συγκεκριμένα εκείνων που απαγορεύουν τη μετάδοση εκπομπών που μπορούν να παραπλανήσουν το τηλεοπτικό κοινό. Το γεγονός ότι ο πάροχος του παιγνίου είχε υποβάλει δήλωση αποδοχής των Γενικών Αρχών και Κανόνων Διεξαγωγής των Τυχερών Παιγνίων της ΕΕΕΠ σήμαινε ότι το παιχνίδι μπορούσε να μεταδοθεί τηλεοπτικά, υπό τον όρο όμως της τήρησης των κανόνων της κείμενης ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας (βλ. ιδίως ΣτΕ 1966/2019). Η αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου της τήρησης των κανόνων αυτών από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ανήκει συνταγματικά στο ΕΣΡ (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ 2119/2014 και ΣτΕ 3078/2014). Κατά ρητή άλλωστε νομοθετική πρόβλεψη, οι αρμοδιότητες της ΕΕΕΠ τελούν υπό την επιφύλαξη των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελεγκτικών και κυρωτικών αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ (άρθρο 53 παρ. 4 Ν 4002/2011).

Η εγκαλουμένη ισχυρίζεται επίσης ότι οι όροι συμμετοχής στο παιχνίδι ήταν απολύτως σαφείς και ουδόλως παραπλανούσαν το τηλεοπτικό κοινό. Έχει όμως ήδη εκτεθεί ότι η προβαλλόμενη ένδειξη ήταν προδήλως παραπλανητική και προκαλούσε την εντύπωση της αυτόματης αποκόμισης χρηματικού κέρδους με την κλήση της εμφανιζόμενης τηλεφωνικής γραμμής υψηλής χρέωσης. Έχει ομοίως αναλυθεί ότι τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εμφάνισης στην οθόνη της επίμαχης ένδειξης ήταν τέτοια, ώστε να αποπροσανατολίζουν το τηλεοπτικό κενό και να αποσπούν την προσοχή του από τις όποιες προβαλλόμενες πληροφορίες σε σχέση με τον τυχερό χαρακτήρα του μεταδιδόμενου παιγνίου.

Ισχυρίζεται τέλος η εγκαλουμένη ότι η όποια επιβολή κυρώσεως θα ήταν ανεπίκαιρη και άσκοπη, λαμβάνοντας υπόψιν αφενός τον χρόνο που έχει παρέλθει από την επίμαχη μετάδοση και αφετέρου το γεγονός ότι ο σταθμός έχει σταματήσει την προβολή του σχετικού παιχνιδιού. Είναι ωστόσο σαφές ότι ο επαναπροσδιορισμός και ο ουσιαστικός επανέλεγχος της υποθέσεως έγινε εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της αποφάσεως που ακύρωσε για τυπικούς λόγους την αρχικώς επιβληθείσα κύρωση, λαμβάνοντας επίσης υπόψιν αφενός τις αναβολές που χορηγήθηκαν συνεπεία σχετικών αιτημάτων της εγκαλουμένης και αφετέρου τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις που υπήρξαν λόγω της υφιστάμενης υγειονομικής κρίσεως. Προβάλλει επίσης η εγκαλουμένη τον ισχυρισμό ότι έχει τερματίσει προ πολλού τη μετάδοση του επίμαχου τυχερού παιχνιδιού, το γεγονός όμως αυτό είναι νομικά αδιάφορο και ουδόλως επηρεάζει την κρίση αν το επίμαχο παίγνιο παραβίαζε κατά τον χρόνο της προβολής του τους κανόνες της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας. Σημειώνεται εξάλλου ότι με δικαστικές αποφάσεις είχε απαγορευθεί στην εγκαλουμένη η μετάδοση του επίμαχου παιχνιδιού, όπως επίσης και παιγνίων με παρόμοια με αυτό χαρακτηριστικά (ΣτΕ ΕΑ 263/2015 έως 270/2015).

IV. Υπαγωγή

Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η εγκαλούμενη εταιρεία, προβάλλοντας κατά την επίμαχη περίοδο το τηλεοπτικό τυχερό παιχνίδι PUZZLE TV, παραβίασε εκ προθέσεως την νομοθετική απαγόρευση μετάδοσης εκπομπών με παραπλανητικό για τους τηλεθεατές περιεχόμενο.
Κατά συνέπεια, πρέπει να επιβληθεί στην εγκαλουμένη κύρωση και δη εκείνη του χρηματικού προστίμου.

Περαιτέρω, με βάση την βαρύτητα της παράβασης, το κοινώς γνωστό μερίδιο τηλεθεάσεως του συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού και το γεγονός ότι η εγκαλουμένη υπήρξε πολλαπλώς υπότροπη (και) κατά το πρόσφατο παρελθόν για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας (όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στο ΕΣΡ στοιχεία), κρίνεται ότι το επιβλητέο πρόστιμο είναι εκείνο των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δέχεται ότι ο σταθμός της εγκαλουμένης μετέδωσε -εκ προθέσεως- κατά την επίμαχη περίοδο το τυχερό παιγνίδι PUZZLE TV κατά τρόπο που μπορούσε να παραπλανήσει το τηλεοπτικό κοινό ως προς τους όρους συμμετοχής και κατάκτησης του προσφερόμενου χρηματικού επάθλου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Επιβάλλει στην εταιρεία με την επωνυμία ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA, τη διοικητική κύρωση του προστίμου των πενήντα χιλιάδων (50.000) ευρώ.

Κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2328/1995, όπως έχει μετά την δια του άρθρου 23 παρ. 5 εδ. β' του Ν. 3166/2003 αντικατάστασή του, η παρούσα απόφαση κατά την προαναφερόμενη κύρωση, είναι εκτελεστή κατά:

1.    Της εταιρείας ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. που εδρεύει στην Αθήνα, θέση Πέτσα - Βακαλόπουλου, ΒΙΟΠΑ Παλλήνης, με ΑΦΜ 094438520, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών.
2.    Του Δραϊνάκη Εμμανουήλ του Γεωργίου, με ΑΦΜ 031089698, Δ.Ο.Υ. Ηλιούπολης, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας,
3.    Του Παπαδόπουλου Μιχαήλ του Νικολάου, με ΑΦΜ 073291436, Δ.Ο.Υ. Αγ. Παρασκευής, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας,
4.    Της Γρυλλάκη Ευθαλίας του Αναστασίου, με ΑΦΜ 079651132, Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε την 17η Νοεμβρίου 2020 και δημοσιεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου 2020.


Απόφαση 136/2020

Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, συνήλθε σε συνεδρίαση στον συνήθη γι’ αυτό τόπο την 12.10.2020 και ώρα 11:00 προκειμένου να συζητήσει επί της κατωτέρω υποθέσεως. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, και τα μέλη (με τηλεδιάσκεψη μέσω «epresence.gov.gr») Καλλιόπη Διαμαντάκου, Βασίλειο Καραποστόλη, Νικόλαο Κιάο, Ευαγγελία Μήτρου και Γιώργο Πλειό. Απόν το μέλος Γεώργιος Σαρειδάκης, ο οποίος είχε κληθεί νομίμως. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του ΕΣΡ.

Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η επανεξέταση των υποθέσεων στις οποίες αφορούσαν οι με αριθμό 465/2014, 466/2014, 467/2014 και 468/2014 αποφάσεις του ΕΣΡ, κατόπιν της ακύρωσης αυτών για τυπικούς λόγους με τις με αριθμό 831/2018, 225/2018, 234/2018 και 235/2018 αποφάσεις του ΣτΕ, αντιστοίχως. Οι υποθέσεις συνεκδικάζονται λόγω συνάφειας, καθώς αφορούν ουσιαστικά την μετάδοση του ίδιου τηλεοπτικού παιγνίου για τις ημερομηνίες 16.8.2014-17.8.2014, 21.8.2014, 25.8.2014-29.8.2014 και 6.9.2014-15.9.2014 και αποδίδουν στην εγκαλουμένη παραβίαση των ίδιων ακριβώς κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας.

Για τον έλεγχο σχηματίστηκαν φάκελοι με αριθμό 40/15.1.2020, 44/15.1.2020, 45/15.1.2020 και 42/15.1.2020, οι οποίοι ανατέθηκαν στον ειδικό επιστήμονα - νομικό Γεώργιο Αναγνωσταρά. Ο Ειδικός Επιστήμων υπέβαλε στο ΕΣΡ τις νομικές του εισηγήσεις παραπέμποντας συνολικώς στα όσα είχε αναπτύξει επί των αντιστοίχων υποθέσεων με τις αρχικές νομικές του εισηγήσεις.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παρέστη για λογαριασμό της λειτουργούσης τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ εταιρείας η πληρεξούσια δικηγόρος της Άννα Σούρπη. Ερωτηθείσα από τον Πρόεδρο, η Δικηγόρος δήλωσε ότι γνωρίζει το περιεχόμενο του φακέλου, έλαβε δε τον λόγο και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της. Ζήτησε στη συνέχεια -και η Ολομέλεια δέχτηκε- να της παρασχεθεί προθεσμία για την κατάθεση εγγράφου υπομνήματος μέχρι και την 2.11.2020 και ώρα 14.00 και η συζήτηση κηρύχθηκε περαιωμένη. Με νεότερο αίτημα της εγκαλουμένης, η ως άνω προθεσμία παρατάθηκε έως τις 16.11.2020. O σταθμός κατέθεσε στη Γραμματεία το με αριθμό πρωτοκόλλου 5069/16.11.2020 υπόμνημα.Την 17.11.2020 και ώρα 11.00 η Ολομέλεια συνήλθε σε διάσκεψη επί της υποθέσεως μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «e-presence.gov.gr», ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, και τα μέλη Καλλιόπη Διαμαντάκου, Νικόλαο Κιάο, Ευαγγελία Μήτρου, Γιώργο Πλειό και Γεώργιο Σαρειδάκη. Απόν το μέλος Βασίλειος Καραποστόλης, ο οποίος είχε κληθεί νομίμως. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του ΕΣΡ. Ο Πρόεδρος ενημέρωσε αναλυτικά για την υπόθεση τον απόντα κατά την συζήτηση Γεώργιο Σαρειδάκη αναγιγνώσκοντας τις έγγραφες εισηγήσεις, το υπόμνημα της εγκαλουμένης και το σύνολο των λοιπών εγγράφων του φακέλου. Παρέστη επίσης και ο ανωτέρω εισηγητής, ο οποίος ανέπτυξε το ζήτημα προφορικώς και αποχώρησε. Η Ολομέλεια, αφού μελέτησε το σύνολο των στοιχείων του φακέλου:

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Ι. Νομικό Μέρος

1.    Το ΕΣΡ είναι η αρμόδια κατά το Σύνταγμα Αρχή (άρθρο 15 παρ. 2) για την άσκηση του άμεσου ελέγχου του κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως και την επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων.
2.    Εξάλλου, οι τηλεοπτικές εκπομπές δεν πρέπει να παραπλανούν τους τηλεθεατές. Ειδικότερα, το άρθρο 7 περ. α του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991 ορίζει τα εξής: «Μια εκπομπή στο σύνολό της δεν πρέπει: α) Να παραπλανά ή πανικοβάλλει τους τηλεθεατές ή ακροατές...».
3.    Τέλος, κατά τα στοιχεία β και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 2863/2000, το Ε.Σ.Ρ ελέγχει την τήρηση των όρων που προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία και επιβάλλει σε περίπτωση παραβιάσεων τις από το άρθρο 4 του Ν. 2328/1995 προβλεπόμενες κυρώσεις. Όπως προκύπτει περαιτέρω από το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχείο α του Ν. 2328/1995, η ως άνω αρμοδιότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων υφίσταται και για κάθε περίπτωση παραβίασης των νομοθετικών κανόνων που διέπουν έστω και έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης.
4.     Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η παρουσίαση των τηλεοπτικά προβαλλόμενων παιχνιδιών πρέπει να είναι τέτοια, που να μην παραπλανά το τηλεοπτικό κοινό. Απαγορεύεται επομένως κάθε ασαφής δήλωση καθώς και η αποσιώπηση κάθε ουσιώδους πληροφορίας ως προς τον τρόπο συμμετοχής στο παίγνιο και κατάκτησης του προσφερόμενου επάθλου. Απαγορεύεται ιδίως κάθε προφορική και γραπτή παράσταση που καλλιεργεί παραπλανητικά την εντύπωση της ύπαρξης πίεσης χρόνου, όπως είναι η εμφάνιση στην οθόνη επαναλαμβανόμενων ρολογιών αντίστροφης μέτρησης και αναληθών ενδείξεων περί επικείμενης λήξης του παιχνιδιού.

ΙΙ. Πραγματικό μέρος

Από τα έγγραφα του φακέλου, από την παρακολούθηση της επίμαχης ροής προγράμματος και από τους ισχυρισμούς της εγκαλουμένης (προβληθέντες προφορικώς και εγγράφως) προέκυψαν τα εξής. Κατά τις ημερομηνίες 16.8.2014-17.8.2014, 21.8.2014, 25.8.2014-29.8.2014 και 6.9.2014-15.9.2014, προβλήθηκε από τον σταθμό της εγκαλουμένης το τηλεοπτικό παιχνίδι ΤΗΛΕΚΕΡΔΟΣ. Κατά τη μετάδοση του παιγνίου, εμφανίζονταν στην οθόνη αναγραμματισμοί και καλούνταν οι ενδιαφερόμενοι τηλεθεατές να τους επιλύσουν καλώντας μια τηλεφωνική γραμμή υψηλής χρέωσης και να κερδίσουν το εκάστοτε προσφερόμενο χρηματικό έπαθλο. Η προβολή του παιγνίου ελάμβανε χώραν κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Επρόκειτο για μη τυχερό παίγνιο, στο οποίο η ανάδειξη του συμμετέχοντος που θα συνδεόταν με τον παρουσιαστή για να προτείνει την επίλυση του εκάστοτε προβαλλόμενου γρίφου βασιζόταν στην ταχύτητα πληκτρολόγησης ενός αριθμού που ανακοινωνόταν σε όσους καλούσαν την εμφανιζόμενη στην οθόνη τηλεφωνική γραμμή υψηλής χρέωσης. Όπως κάθε άλλη τηλεοπτική εκπομπή, το παιχνίδι αυτό όφειλε να σέβεται τους κανόνες της κείμενης ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την απαγόρευση παραπλάνησης του κοινού (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1522/2014 και ΣτΕ 2790/2015).

Σε όλες τις ελεγχόμενες εκπομπές εμφανίζονταν σε κάθε προβαλλόμενο γρίφο ενδείξεις αντίστροφης μέτρησης, οι οποίες κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις οικίες νομικές εισηγήσεις και υπηρεσιακές εκθέσεις καταγραφής των πραγματικών περιστατικών της κάθε υπόθεσης:

•    Είτε ακολουθούνταν μετά τη λήξη τους από νέες επαναλαμβανόμενες ενδείξεις αντίστροφης μέτρησης.
•    Είτε ακολουθούνταν μετά τη λήξη τους από συνέχιση του παιχνιδιού χωρίς άμεση επιλογή συμμετέχοντος τηλεθεατή.
•    Είτε ακολουθούνταν μετά τη λήξη τους από συνέχιση του παιχνιδιού χωρίς άμεση επιλογή συμμετέχοντος τηλεθεατή και στη συνέχεια από την εμφάνιση νέων επαναλαμβανόμενων ενδείξεων αντίστροφης μέτρησης.

Η εμφάνιση των παραπάνω ρολογιών αντίστροφης μέτρησης προκαλούσε στον μέσο τηλεθεατή την παραπλανητική εντύπωση της πίεσης του χρόνου. Ειδικότερα, το μήνυμα το οποίο ευλόγως ελάμβανε ο μέσος τηλεθεατής ήταν ότι η εμφάνιση της αντίστροφης μέτρησης σηματοδοτούσε τη λήξη του χρόνου συμμετοχής στον εκάστοτε προβαλλόμενο αναγραμματισμό και ότι επομένως έπρεπε να σπεύσει να καταγράψει την τηλεφωνική συμμετοχή του στο παιχνίδι. Ωστόσο, μετά την εμφάνιση της πρώτης αντίστροφης μέτρησης, είτε ο χρόνος απλώς ανανεωνόταν, είτε υπήρχε συνέχεια του παιχνιδιού χωρίς άμεση επιλογή συμμετέχοντος. Αυτό επαναλαμβανόταν και σε κάθε περίπτωση που εκκινούσε νέος γύρος, λόγω λανθασμένης απάντησης του γρίφου από τον συμμετέχοντα τηλεθεατή. Συχνότατα μάλιστα ο χρόνος αντίστροφης μέτρησης ανανεωνόταν παραπάνω από μία φορά, πριν υπάρξει τελικά ανάδειξη τηλεθεατή για ζωντανή συνομιλία με τον παρουσιαστή του παιχνιδιού.

III. Προβαλλόμενοι ισχυρισμοί

Η εγκαλουμένη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το περιεχόμενο του επίμαχου παιχνιδιού, καθώς αυτό ήταν παραγωγής τρίτης εταιρείας και μεταδιδόταν αυτούσιο χωρίς να μπορεί να παρέμβει επί του συντακτικού του περιεχομένου. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι επίμαχες εκπομπές συνιστούσαν θυρίδες τηλεπώλησης και όχι ψυχαγωγικές εκπομπές και ότι κακώς της επεβλήθη κύρωση με βάση τους κανόνες του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι όμως αβάσιμοι. Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, τα τηλεοπτικά παίγνια υπάγονται ως προς τους όρους προβολής τους στους ίδιους ακριβώς κανόνες και τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπει η ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία για κάθε άλλη τηλεοπτική εκπομπή (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ 2119/2014 και ΣτΕ 3078/2014). Έχει ομοίως κριθεί ότι κάθε τηλεοπτικός φορέας φέρει ευθύνη για το περιεχόμενο των προβαλλόμενων εκπομπών του, ακόμα και αν αυτές αποτελούν εξωτερικές παραγωγές ανεξάρτητων σε σχέση με τον σταθμό επιχειρηματικών φορέων (βλ. ΣτΕ 201/2016). Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει σαφώς ότι τα επίμαχα προγράμματα ήταν τηλεπαιχνίδια και εντάσσονταν επομένως στις εκπομπές ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι είχαν ενδεχομένως και κάποια στοιχεία τηλεπώλησης όσον αφορά την τρόπο επικοινωνίας του παρουσιαστή με εκείνους τους τηλεθεατές που ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν τηλεφωνικά στο παιχνίδι ουδόλως αναιρεί τον κυρίαρχο ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 4994/2014). Όπως έχει κριθεί άλλωστε, είναι τεχνικά εφικτή η προβολή μηνυμάτων παροχής υπηρεσιών μέσω τηλεπικοινωνιακών μέσων στο πλαίσιο ψυχαγωγικών εκπομπών χωρίς αυτό να αλλοιώνει τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 5385/2012). Επισημαίνεται τέλος ότι η εφαρμογή του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991, και ειδικότερα εκείνου του κανόνα του που απαγορεύει την παραπλάνηση του κοινού, έχει ήδη επικυρωθεί νομολογιακά για τηλεοπτικά παιχνίδια με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά με εκείνο στο οποίο αφορά η παρούσα υπόθεση (βλ. ΣτΕ 899/2015 και ΣτΕ 2738/2019). Έχει γενικότερα επισημανθεί ότι η μετάδοση των τηλεοπτικών παιγνίων με συμμετοχή του κοινού μέσω τηλεφωνικών γραμμών υψηλής χρέωσης υπόκειται σε έλεγχο υπό τον κώδικα ψυχαγωγικών εκπομπών, μεταξύ άλλων και για πιθανή παραπλάνηση του κοινού κατά την προβολή τους (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 2020/2014 και ΣτΕ 2119/2014). Άλλωστε, η απαγόρευση  παραπλάνησης του κοινού αναφέρεται γενικά σε «εκπομπή» και καταλαμβάνει επομένως κάθε είδους ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα (βλ. ΣτΕ 1522/2014).

Η εγκαλουμένη ισχυρίζεται επίσης ότι οι όροι συμμετοχής στο παιχνίδι ήταν απολύτως σαφείς και ουδόλως παραπλανούσαν το τηλεοπτικό κοινό. Υποστηρίζει συγκεκριμένα ότι η έννοια των εμφανιζόμενων ενδείξεων αντίστροφης μέτρησης επεξηγείτο αναλυτικά, πριν από κάθε εμφάνιση ρολογιού. Ο ισχυρισμός αυτός δεν είναι βάσιμος. Η σχετική πληροφόρηση παρεχόταν μόνο στους ηλεκτρονικά αναρτημένους όρους του παιγνίου και αναφερόταν μία μόνο φορά κατά την έναρξη ορισμένων μόνο από τις ελεγχόμενες εκπομπές. Πέραν όμως αυτού, είναι αναμφισβήτητο ότι, για τον μέσο τηλεθεατή, η εμφάνιση ενός ρολογιού αντίστροφης μέτρησης, κατά την προβολή ενός τηλεοπτικού παιχνιδιού, έχει συνδεθεί με την λήξη του χρόνου συμμετοχής στο παίγνιο. Επομένως, η εμφάνιση των επίμαχων αντίστροφων μετρήσεων είχε αναμφίβολα ως αποτέλεσμα να παραπλανάται ο μέσος τηλεθεατής για τον υπολειπόμενο χρόνο του παιχνιδιού και να ενεργεί υπό τεχνητό καθεστώς ύπαρξης χρονικής πίεσης. Συνεπώς, η μετάδοση των επίμαχων εκπομπών ήταν αντικειμενικά ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, να παραπλανήσει τον μέσο τηλεθεατή ως προς τα χρονικά όρια του παιχνιδιού και τους όρους απόκτησης του προσφερόμενου χρηματικού επάθλου (βλ. όμοια περίπτωση ιδίως εις ΣτΕ 2738/2019).

Ισχυρίζεται τέλος η εγκαλουμένη ότι η όποια επιβολή κυρώσεως θα ήταν ανεπίκαιρη και άσκοπη, λαμβάνοντας υπόψιν αφενός τον χρόνο που έχει παρέλθει από την επίμαχη μετάδοση και αφετέρου το γεγονός ότι ο σταθμός έχει σταματήσει την προβολή του σχετικού παιχνιδιού. Είναι ωστόσο σαφές ότι ο επαναπροσδιορισμός και
ο ουσιαστικός επανέλεγχος της υποθέσεως έγινε εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της αποφάσεως που ακύρωσε για τυπικούς λόγους την αρχικώς επιβληθείσα
κύρωση, λαμβάνοντας επίσης υπόψιν αφενός τις αναβολές που χορηγήθηκαν συνεπεία σχετικών αιτημάτων της εγκαλουμένης και αφετέρου τις αναπόφευκτες
καθυστερήσεις που υπήρξαν λόγω της υφιστάμενης υγειονομικής κρίσεως.

Προβάλλει επίσης η εγκαλουμένη τον ισχυρισμό ότι έχει τερματίσει προ πολλού τη μετάδοση του επίμαχου παιχνιδιού, το γεγονός όμως αυτό είναι νομικά αδιάφορο και
ουδόλως επηρεάζει την κρίση αν το επίμαχο παίγνιο παραβίαζε κατά τον χρόνο της προβολής του τους κανόνες της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας. Σημειώνεται εξάλλου
 ότι με δικαστικές αποφάσεις είχε απαγορευθεί στην εγκαλουμένη η μετάδοση του επίμαχου παιχνιδιού, όπως επίσης και παιγνίων με παρόμοια με αυτό χαρακτηριστικά (ΣτΕ ΕΑ 263/2015 έως 270/2015).

IV. Υπαγωγή

Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η εγκαλούμενη εταιρεία, προβάλλοντας κατά την επίμαχη περίοδο το τηλεοπτικό παιχνίδι ΤΗΛΕΚΕΡΔΟΣ, παραβίασε εξακολουθητικώς και εκ προθέσεως την απαγόρευση μετάδοσης εκπομπών με παραπλανητικό για τους τηλεθεατές περιεχόμενο.
Κατά συνέπεια, πρέπει να επιβληθεί στην εγκαλουμένη κύρωση και δη εκείνη του χρηματικού προστίμου.

Περαιτέρω, με βάση την βαρύτητα της παράβασης, το κοινώς γνωστό μερίδιο τηλεθεάσεως του συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού και το γεγονός ότι η εγκαλουμένη υπήρξε πολλαπλώς υπότροπη (και) κατά το πρόσφατο παρελθόν για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας (όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στο ΕΣΡ στοιχεία), κρίνεται ότι το επιβλητέο πρόστιμο είναι εκείνο των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δέχεται ότι ο σταθμός της εγκαλουμένης μετέδωσε -εξακολουθητικώς και εκ προθέσεως- κατά την επίμαχη περίοδο το μη τυχερό παιγνίδι ΤΗΛΕΚΕΡΔΟΣ κατά τρόπο που μπορούσε να παραπλανήσει το τηλεοπτικό κοινό ως προς τους όρους συμμετοχής και κατάκτησης του προσφερόμενου χρηματικού επάθλου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.
Επιβάλλει στην εταιρεία με την επωνυμία ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA, τη διοικητική κύρωση του προστίμου των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ.

Κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2328/1995, όπως έχει μετά την δια του άρθρου 23 παρ. 5 εδ. β' του Ν. 3166/2003 αντικατάστασή του, η παρούσα απόφαση κατά την προαναφερόμενη κύρωση, είναι εκτελεστή κατά:

1.    Της εταιρείας ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. που εδρεύει στην Αθήνα, θέση Πέτσα - Βακαλόπουλου, ΒΙΟΠΑ Παλλήνης, με ΑΦΜ 094438520, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών.
2.    Του Δραϊνάκη Εμμανουήλ του Γεωργίου, με ΑΦΜ 031089698, Δ.Ο.Υ. Ηλιούπολης, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας,
3.    Του Παπαδόπουλου Μιχαήλ του Νικολάου, με ΑΦΜ 073291436, Δ.Ο.Υ. Αγ. Παρασκευής, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας,
4.    Της Γρυλλάκη Ευθαλίας του Αναστασίου, με ΑΦΜ 079651132, Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε την 17η Νοεμβρίου 2020 και δημοσιεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου 2020.


Απόφαση 137/2020

Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου, συνήλθε σε συνεδρίαση στον συνήθη γι’ αυτό τόπο την 12.10.2020 και ώρα 11:00 προκειμένου να συζητήσει επί της κατωτέρω υποθέσεως. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, και τα μέλη (με τηλεδιάσκεψη μέσω «epresence.gov.gr») Καλλιόπη Διαμαντάκου, Βασίλειο Καραποστόλη, Νικόλαο Κιάο, Ευαγγελία Μήτρου και Γιώργο Πλειό. Απόν το μέλος Γεώργιος Σαρειδάκης, ο οποίος είχε κληθεί νομίμως. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του ΕΣΡ.
Αντικείμενο της συζήτησης ήταν η επανεξέταση των υποθέσεων στις οποίες αφορούσαν οι με αριθμό 465/2014, 468/2014, 503/2014 και 100/2015 αποφάσεις του ΕΣΡ, κατόπιν της ακύρωσης αυτών για τυπικούς λόγους με τις με αριθμό 831/2018, 830/2018, 829/2018 και 235/2018 αποφάσεις του ΣτΕ, αντιστοίχως. Οι υποθέσεις συνεκδικάζονται λόγω συνάφειας, καθώς αφορούν ουσιαστικά την μετάδοση του ίδιου τηλεοπτικού τυχερού παιγνίου για την περίοδο 16.8.2014-17.8.2014 και 6.9.2014-28.9.2014 και αποδίδουν στην εγκαλουμένη παραβίαση των ίδιων ακριβώς κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας.
Για τον έλεγχο σχηματίστηκαν φάκελοι με αριθμό 40/15.1.2020, 42/15.1.2020, 43/15.1.2020 και 39/15.1.2020, οι οποίοι ανατέθηκαν στον ειδικό επιστήμονα - νομικό Γεώργιο Αναγνωσταρά. Ο Ειδικός Επιστήμων υπέβαλε στο ΕΣΡ τις νομικές του εισηγήσεις παραπέμποντας συνολικώς στα όσα είχε αναπτύξει επί των αντιστοίχων υποθέσεων με τις αρχικές νομικές του εισηγήσεις.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παρέστη για λογαριασμό της λειτουργούσης τον τηλεοπτικό σταθμό ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ εταιρείας η πληρεξούσια δικηγόρος της Άννα Σούρπη. Ερωτηθείσα από τον Πρόεδρο, η Δικηγόρος δήλωσε ότι γνωρίζει το περιεχόμενο του φακέλου, έλαβε δε τον λόγο και ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της. Ζήτησε στη συνέχεια -και η Ολομέλεια δέχτηκε- να της παρασχεθεί προθεσμία για την κατάθεση εγγράφου υπομνήματος μέχρι και την 2.11.2020 και ώρα 14.00 και η συζήτηση κηρύχθηκε περαιωμένη. Με νεότερο αίτημα της εγκαλουμένης, η ως άνω προθεσμία παρατάθηκε έως τις 16.11.2020. O σταθμός κατέθεσε στη Γραμματεία το με αριθμό πρωτοκόλλου 5069/16.11.2020 υπόμνημα.

Την 17.11.2020 και ώρα 11.00 η Ολομέλεια συνήλθε σε διάσκεψη επί της υποθέσεως μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας «e-presence.gov.gr», ύστερα από πρόσκληση του Προέδρου. Συγκροτήθηκε από τους: Αθανάσιο Κουτρομάνο, πρόεδρο, και τα μέλη Καλλιόπη Διαμαντάκου, Νικόλαο Κιάο, Ευαγγελία Μήτρου, Γιώργο Πλειό και Γεώργιο Σαρειδάκη. Απόν το μέλος Βασίλειος Καραποστόλης, ο οποίος είχε κληθεί νομίμως. Χρέη γραμματέως εκτέλεσε η Αναστασία Μαραζίδου, διοικητική υπάλληλος του ΕΣΡ. Ο Πρόεδρος ενημέρωσε αναλυτικά για την υπόθεση τον απόντα κατά την συζήτηση Γεώργιο Σαρειδάκη αναγιγνώσκοντας τις έγγραφες εισηγήσεις, το υπόμνημα της εγκαλουμένης και το σύνολο των λοιπών εγγράφων του φακέλου. Παρέστη επίσης και ο ανωτέρω εισηγητής, ο οποίος ανέπτυξε το ζήτημα προφορικώς και αποχώρησε. Η Ολομέλεια, αφού μελέτησε το σύνολο των στοιχείων του φακέλου:

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΣΕ ΩΣ ΕΞΗΣ:

Ι. Νομικό Μέρος

1.    Το ΕΣΡ είναι η αρμόδια κατά το Σύνταγμα Αρχή (άρθρο 15 παρ. 2) για την άσκηση του άμεσου ελέγχου του κράτους επί της ραδιοφωνίας και της τηλεοράσεως και την επιβολή των προβλεπόμενων διοικητικών κυρώσεων.
2.    Εξάλλου, οι τηλεοπτικές εκπομπές δεν πρέπει να παραπλανούν τους τηλεθεατές. Ειδικότερα, το άρθρο 7 περ. α του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991 ορίζει τα εξής: «Μια εκπομπή στο σύνολό της δεν πρέπει: α) Να παραπλανά ή πανικοβάλλει τους τηλεθεατές ή ακροατές...».
3.    Τέλος, κατά τα στοιχεία β και ε της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Ν. 2863/2000, το Ε.Σ.Ρ ελέγχει την τήρηση των όρων που προβλέπονται στην εκάστοτε ισχύουσα ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία και επιβάλλει σε περίπτωση παραβιάσεων τις από το άρθρο 4 του Ν. 2328/1995 προβλεπόμενες κυρώσεις. Όπως προκύπτει περαιτέρω από το άρθρο 4 παρ. 1 στοιχείο α του Ν. 2328/1995, η ως άνω αρμοδιότητα επιβολής διοικητικών κυρώσεων υφίσταται και για κάθε περίπτωση παραβίασης των νομοθετικών κανόνων που διέπουν έστω και έμμεσα τους ιδιωτικούς τηλεοπτικούς σταθμούς και γενικότερα τη λειτουργία της ιδιωτικής τηλεόρασης.
4.     Από τα παραπάνω προκύπτει σαφώς ότι η παρουσίαση των τηλεοπτικά προβαλλόμενων τυχερών παιχνιδιών πρέπει να είναι τέτοια, που να μην παραπλανά το τηλεοπτικό κοινό. Απαγορεύεται επομένως κάθε ασαφής δήλωση καθώς και η αποσιώπηση κάθε ουσιώδους πληροφορίας ως προς τον τρόπο συμμετοχής στο παίγνιο και κατάκτησης του προσφερόμενου επάθλου. Απαγορεύεται ιδίως κάθε προφορική και γραπτή παράσταση που καλλιεργεί παραπλανητικά την εντύπωση της ύπαρξης πίεσης χρόνου, όπως είναι η εμφάνιση στην οθόνη επαναλαμβανόμενων ρολογιών αντίστροφης μέτρησης και αναληθών ενδείξεων περί επικείμενης λήξης του παιχνιδιού.

ΙΙ. Πραγματικό μέρος

Από τα έγγραφα του φακέλου, από την παρακολούθηση της επίμαχης ροής προγράμματος και από τους ισχυρισμούς της εγκαλουμένης (προβληθέντες προφορικώς και εγγράφως) προέκυψαν τα εξής.
Κατά την περίοδο 16.8.2014-17.8.2014 και 6.9.2014-28.9.2014, προβλήθηκε από τον σταθμό της εγκαλουμένης το τηλεοπτικό παιχνίδι PUZZLE TV. Κατά τη μετάδοση
του παιγνίου, εμφανίζονταν στην οθόνη αναγραμματισμοί και καλούνταν οι ενδιαφερόμενοι τηλεθεατές να τους επιλύσουν καλώντας μια τηλεφωνική γραμμή
υψηλής χρέωσης και να κερδίσουν το εκάστοτε προσφερόμενο χρηματικό έπαθλο. Η προβολή του παιχνιδιού ελάμβανε χώραν κατά τις μεταμεσονύκτιες ώρες. Επρόκειτο για τυχερό παίγνιο, στο οποίο η ανάδειξη του συμμετέχοντος που θα συνδεόταν με τον παρουσιαστή για να προτείνει την επίλυση του εκάστοτε προβαλλόμενου γρίφου γινόταν βάσει ηλεκτρονικής κλήρωσης. Ο πάροχος του παιχνιδιού είχε υποβάλει δήλωση αποδοχής των Γενικών Αρχών και Κανόνων Διεξαγωγής των Τυχερών Παιγνίων της ΕΕΕΠ. Το παιχνίδι μπορούσε επομένως καταρχήν να προβληθεί τηλεοπτικά σύμφωνα με το άρθρο 53 παρ. 6 του Ν. 4002/2011, αλλά όφειλε, όπως κάθε άλλη τηλεοπτική εκπομπή, να σέβεται τους κανόνες της κείμενης ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούν την απαγόρευση παραπλάνησης του κοινού (βλ. ενδεικτικά ΣτΕ 1522/2014 και ΣτΕ 2790/2015).

Σε όλες τις ελεγχόμενες εκπομπές εμφανίζονταν σε κάθε προβαλλόμενο γρίφο ενδείξεις αντίστροφης μέτρησης, οι οποίες κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις οικίες νομικές εισηγήσεις και υπηρεσιακές εκθέσεις καταγραφής των πραγματικών περιστατικών της κάθε υπόθεσης:

•    Είτε ακολουθούνταν μετά τη λήξη τους από νέες επαναλαμβανόμενες ενδείξεις αντίστροφης μέτρησης.
•    Είτε ακολουθούνταν μετά τη λήξη τους από συνέχιση του παιχνιδιού χωρίς άμεση επιλογή συμμετέχοντος τηλεθεατή.
•    Είτε ακολουθούνταν μετά τη λήξη τους από συνέχιση του παιχνιδιού χωρίς άμεση επιλογή συμμετέχοντος τηλεθεατή και στη συνέχεια από την εμφάνιση νέων επαναλαμβανόμενων ενδείξεων αντίστροφης μέτρησης.

Η εμφάνιση των παραπάνω ρολογιών αντίστροφης μέτρησης προκαλούσε στον μέσο τηλεθεατή την παραπλανητική εντύπωση της πίεσης του χρόνου. Ειδικότερα, το μήνυμα το οποίο ευλόγως ελάμβανε ο μέσος τηλεθεατής ήταν ότι η εμφάνιση της αντίστροφης μέτρησης σηματοδοτούσε τη λήξη του χρόνου συμμετοχής στον εκάστοτε προβαλλόμενο αναγραμματισμό και ότι επομένως έπρεπε να σπεύσει να καταγράψει την τηλεφωνική συμμετοχή του στο παιχνίδι. Ωστόσο, μετά την εμφάνιση της πρώτης αντίστροφης μέτρησης, είτε ο χρόνος απλώς ανανεωνόταν, είτε υπήρχε συνέχεια του παιχνιδιού χωρίς άμεση επιλογή συμμετέχοντος. Αυτό επαναλαμβανόταν και σε κάθε περίπτωση που εκκινούσε νέος γύρος, λόγω λανθασμένης απάντησης του γρίφου από τον κληρωθέντα τηλεθεατή. Συχνότατα μάλιστα ο χρόνος αντίστροφης μέτρησης ανανεωνόταν παραπάνω από μία φορά, πριν υπάρξει τελικά ανάδειξη τηλεθεατή για ζωντανή συνομιλία με τον παρουσιαστή του παιχνιδιού.

III. Προβαλλόμενοι ισχυρισμοί

Η εγκαλουμένη προβάλλει τον ισχυρισμό ότι ουδεμία ευθύνη φέρει για το περιεχόμενο του επίμαχου παιχνιδιού, καθώς αυτό ήταν παραγωγής τρίτης εταιρείας και μεταδιδόταν αυτούσιο χωρίς να μπορεί να παρέμβει επί του συντακτικού του περιεχομένου. Ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι επίμαχες εκπομπές συνιστούσαν θυρίδες τηλεπώλησης και όχι ψυχαγωγικές εκπομπές και ότι κακώς της επεβλήθη κύρωση με βάση τους κανόνες του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι όμως αβάσιμοι. Όπως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί, τα τηλεοπτικά τυχερά παίγνια υπάγονται ως προς τους όρους προβολής τους στους ίδιους ακριβώς κανόνες και τις ίδιες προϋποθέσεις που προβλέπει η ραδιοτηλεοπτική νομοθεσία για κάθε άλλη τηλεοπτική εκπομπή (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ 2119/2014 και ΣτΕ 3078/2014). Έχει ομοίως κριθεί ότι κάθε τηλεοπτικός φορέας φέρει ευθύνη για το περιεχόμενο των προβαλλόμενων εκπομπών του, ακόμα και αν αυτές αποτελούν εξωτερικές παραγωγές ανεξάρτητων σε σχέση με τον σταθμό επιχειρηματικών φορέων (βλ. ΣτΕ 201/2016). Εξάλλου, από τα στοιχεία του φακέλου της υπόθεσης προκύπτει σαφώς ότι τα επίμαχα προγράμματα ήταν τηλεπαιχνίδια και εντάσσονταν επομένως στις εκπομπές ψυχαγωγικού χαρακτήρα. Το γεγονός ότι είχαν ενδεχομένως και κάποια στοιχεία τηλεπώλησης όσον αφορά την τρόπο επικοινωνίας του παρουσιαστή με εκείνους τους τηλεθεατές που ενδιαφέρονταν να συμμετάσχουν τηλεφωνικά στο παιχνίδι ουδόλως αναιρεί τον κυρίαρχο ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 4994/2014). Όπως έχει κριθεί άλλωστε, είναι τεχνικά εφικτή η προβολή μηνυμάτων παροχής υπηρεσιών μέσω τηλεπικοινωνιακών μέσων στο πλαίσιο ψυχαγωγικών εκπομπών χωρίς αυτό να αλλοιώνει τον ψυχαγωγικό τους χαρακτήρα (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 5385/2012). Επισημαίνεται τέλος ότι η εφαρμογή του Κανονισμού ΕΣΡ 2/1991, και ειδικότερα εκείνου του κανόνα του που απαγορεύει την παραπλάνηση του κοινού, έχει ήδη επικυρωθεί νομολογιακά για τηλεοπτικά παιχνίδια με πανομοιότυπα χαρακτηριστικά με εκείνο στο οποίο αφορά η παρούσα υπόθεση (βλ. ΣτΕ 899/2015 και ΣτΕ 2738/2019). Έχει γενικότερα επισημανθεί ότι η μετάδοση των τηλεοπτικών παιγνίων με συμμετοχή του κοινού μέσω τηλεφωνικών γραμμών υψηλής χρέωσης υπόκειται σε έλεγχο υπό τον κώδικα ψυχαγωγικών εκπομπών, μεταξύ άλλων και για πιθανή παραπλάνηση του κοινού κατά την προβολή τους (βλ. ενδεικτικώς ΣτΕ 2020/2014 και ΣτΕ 2119/2014). Άλλωστε, η απαγόρευση  παραπλάνησης του κοινού αναφέρεται γενικά σε «εκπομπή» και καταλαμβάνει επομένως κάθε είδους ραδιοτηλεοπτικό πρόγραμμα (βλ. ΣτΕ 1522/2014).

Η εγκαλουμένη υποστηρίζει περαιτέρω ότι το ΕΣΡ στερείται της αρμοδιότητας να επιβάλλει κυρώσεις για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί τυχερών παιγνίων, υπονοώντας ότι δεν μπορεί να επιληφθεί της υποθέσεως. Ισχυρίζεται συναφώς ότι η νομιμότητα των όρων προβολής του επίμαχου παιγνίου είχε ήδη πιστοποιηθεί από την Επιτροπή Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων και ότι επομένως μόνο η τελευταία αυτή αρχή μπορούσε να κινηθεί κυρωτικά σε περίπτωση ύπαρξης παραβάσεων των όρων αυτών. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι ωστόσο αβάσιμοι, πρωτίστως ως ερειδόμενοι επί εσφαλμένης πραγματικής προϋποθέσεως. Είναι σαφές ότι το ελεγχόμενο διοικητικό αδίκημα εξετάζεται όχι ως παραβίαση της περι παιγνίων νομοθεσίας αλλά στη βάση των κανόνων της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας, και συγκεκριμένα εκείνων που απαγορεύουν τη μετάδοση εκπομπών που μπορούν να παραπλανήσουν το τηλεοπτικό κοινό. Το γεγονός ότι ο πάροχος του παιγνίου είχε υποβάλει δήλωση αποδοχής των Γενικών Αρχών και Κανόνων Διεξαγωγής των Τυχερών Παιγνίων της ΕΕΕΠ σήμαινε ότι το παιχνίδι μπορούσε να μεταδοθεί τηλεοπτικά, υπό τον όρο όμως της τήρησης των κανόνων της κείμενης ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας (βλ. ιδίως ΣτΕ 1966/2019). Η αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου της τήρησης των κανόνων αυτών από τους ραδιοτηλεοπτικούς φορείς ανήκει συνταγματικά στο ΕΣΡ (βλ. ενδεικτικώς, ΣτΕ 2119/2014 και ΣτΕ 3078/2014). Κατά ρητή άλλωστε νομοθετική πρόβλεψη, οι αρμοδιότητες της ΕΕΕΠ τελούν υπό την επιφύλαξη των συνταγματικά κατοχυρωμένων ελεγκτικών και κυρωτικών αρμοδιοτήτων του ΕΣΡ (άρθρο 53 παρ. 4 Ν 4002/2011).

Η εγκαλουμένη ισχυρίζεται επίσης ότι οι όροι συμμετοχής στο παιχνίδι ήταν απολύτως σαφείς και ουδόλως παραπλανούσαν το τηλεοπτικό κοινό. Υποστηρίζει
συγκεκριμένα ότι η έννοια των εμφανιζόμενων ενδείξεων αντίστροφης μέτρησης επεξηγείτο αναλυτικά, πριν από κάθε εμφάνιση ρολογιού. Ο ισχυρισμός αυτός δεν
είναι βάσιμος. Η σχετική πληροφόρηση παρεχόταν μόνο στους ηλεκτρονικά αναρτημένους όρους του παιγνίου και αναφερόταν μία μόνο φορά κατά την έναρξη
ορισμένων μόνο από τις ελεγχόμενες εκπομπές. Πέραν όμως αυτού, είναι αναμφισβήτητο ότι, για τον μέσο τηλεθεατή, η εμφάνιση ενός ρολογιού αντίστροφης
μέτρησης, κατά την προβολή ενός τηλεοπτικού παιχνιδιού, έχει συνδεθεί με την λήξη του χρόνου συμμετοχής στο παίγνιο. Επομένως, η εμφάνιση των επίμαχων αντίστροφων μετρήσεων είχε αναμφίβολα ως αποτέλεσμα να παραπλανάται ο μέσος τηλεθεατής για τον υπολειπόμενο χρόνο του παιχνιδιού και να ενεργεί υπό τεχνητό καθεστώς ύπαρξης χρονικής πίεσης. Συνεπώς, η μετάδοση των επίμαχων εκπομπών ήταν αντικειμενικά ικανή, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και τους κανόνες της λογικής, να παραπλανήσει τον μέσο τηλεθεατή ως προς τα χρονικά όρια του παιχνιδιού και τους όρους απόκτησης του προσφερόμενου χρηματικού επάθλου (βλ. όμοια περίπτωση ιδίως εις ΣτΕ 2738/2019).

Ισχυρίζεται τέλος η εγκαλουμένη ότι η όποια επιβολή κυρώσεως θα ήταν ανεπίκαιρη και άσκοπη, λαμβάνοντας υπόψιν αφενός τον χρόνο που έχει παρέλθει από την επίμαχη μετάδοση και αφετέρου το γεγονός ότι ο σταθμός έχει σταματήσει την προβολή του σχετικού παιχνιδιού. Είναι ωστόσο σαφές ότι ο επαναπροσδιορισμός και ο ουσιαστικός επανέλεγχος της υποθέσεως έγινε εντός ευλόγου χρόνου από την έκδοση της αποφάσεως που ακύρωσε για τυπικούς λόγους την αρχικώς επιβληθείσα κύρωση, λαμβάνοντας επίσης υπόψιν αφενός τις αναβολές που χορηγήθηκαν συνεπεία σχετικών αιτημάτων της εγκαλουμένης και αφετέρου τις αναπόφευκτες καθυστερήσεις που υπήρξαν λόγω της υφιστάμενης υγειονομικής κρίσεως. Προβάλλει επίσης η εγκαλουμένη τον ισχυρισμό ότι έχει τερματίσει προ πολλού τη μετάδοση του επίμαχου τυχερού παιχνιδιού, το γεγονός όμως αυτό είναι νομικά αδιάφορο και ουδόλως επηρεάζει την κρίση αν το επίμαχο παίγνιο παραβίαζε κατά τον χρόνο της προβολής του τους κανόνες της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας. Σημειώνεται εξάλλου ότι με δικαστικές αποφάσεις είχε απαγορευθεί στην εγκαλουμένη η μετάδοση του επίμαχου παιχνιδιού, όπως επίσης και παιγνίων με παρόμοια με αυτό χαρακτηριστικά (ΣτΕ ΕΑ 263/2015 έως 270/2015).

IV. Υπαγωγή

Ενόψει των ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η εγκαλούμενη εταιρεία, προβάλλοντας κατά την επίμαχη περίοδο το τηλεοπτικό τυχερό παιχνίδι PUZZLE TV, παραβίασε εξακολουθητικώς και εκ προθέσεως την απαγόρευση μετάδοσης εκπομπών με παραπλανητικό για τους τηλεθεατές περιεχόμενο.
Κατά συνέπεια, πρέπει να επιβληθεί στην εγκαλουμένη κύρωση και δη εκείνη του χρηματικού προστίμου.
Περαιτέρω, με βάση την βαρύτητα της παράβασης, το κοινώς γνωστό μερίδιο τηλεθεάσεως του συγκεκριμένου τηλεοπτικού σταθμού και το γεγονός ότι η εγκαλουμένη υπήρξε πολλαπλώς υπότροπη (και) κατά το πρόσφατο παρελθόν για παραβάσεις της ραδιοτηλεοπτικής νομοθεσίας (όπως προκύπτει από τα τηρούμενα στο ΕΣΡ στοιχεία), κρίνεται ότι το επιβλητέο πρόστιμο είναι εκείνο των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης δέχεται ότι ο σταθμός της εγκαλουμένης μετέδωσε - εξακολουθητικώς και εκ προθέσεως - κατά την επίμαχη περίοδο το τυχερό παιγνίδι PUZZLE TV κατά τρόπο που μπορούσε να παραπλανήσει το τηλεοπτικό κοινό ως προς τους όρους συμμετοχής και κατάκτησης του προσφερόμενου χρηματικού επάθλου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Επιβάλλει στην εταιρεία με την επωνυμία ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΑΕ, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού ALPHA, τη διοικητική κύρωση του προστίμου των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ.

Κατά το άρθρο 4 παρ. 3 του Ν. 2328/1995, όπως έχει μετά την δια του άρθρου 23 παρ. 5 εδ. β' του Ν. 3166/2003 αντικατάστασή του, η παρούσα απόφαση κατά την προαναφερόμενη κύρωση, είναι εκτελεστή κατά:

1.    Της εταιρείας ALPHA ΔΟΡΥΦΟΡΙΚΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ Α.Ε. που εδρεύει στην Αθήνα, θέση Πέτσα - Βακαλόπουλου, ΒΙΟΠΑ Παλλήνης, με ΑΦΜ 094438520, Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Αθηνών.
2.    Του Δραϊνάκη Εμμανουήλ του Γεωργίου, με ΑΦΜ 031089698, Δ.Ο.Υ. Ηλιούπολης, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας,
3.    Του Παπαδόπουλου Μιχαήλ του Νικολάου, με ΑΦΜ 073291436, Δ.Ο.Υ. Αγ. Παρασκευής, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας,
4.    Της Γρυλλάκη Ευθαλίας του Αναστασίου, με ΑΦΜ 079651132, Δ.Ο.Υ. Χαλανδρίου, ως νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε την 17η Νοεμβρίου 2020 και δημοσιεύτηκε την 1η Δεκεμβρίου 2020.

 Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ Ε.Σ.Ρ.                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΚΟΥΤΡΟΜΑΝΟΣ                        ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΜΑΡΑΖΙΔΟΥ

Πληροφορίες: www.esr.gr

Στην ίδια κατηγορία